καρυοφυλλίδες

καρυοφυλλίδες
(caryophyllaceae). Βλ. λ. κεντρόσπερμα.
* * *
οι
οικογένεια με 2.000 είδη ποωδών αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών τής τάξης καρυοφυλλώδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κεντρόσπερμα — (centrospermae). Τάξη αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών. Περιλαμβάνει 12 οικογένειες και περισσότερα από 10.000 είδη. Για την τάξη αυτή έχει χρησιμοποιηθεί και η ονομασία καρυοφυλλίδες (caryophyllaceae), λόγω της κεντρικής διευθέτησης του… …   Dictionary of Greek

  • δρυπίς — η (Α δρυπίς) γένος φυτών τής οικογένειας καρυοφυλλίδες που περιλαμβάνει το μοναδικό παραμεσογειακό είδος Δρυπίς η ακανθώδης, αυτοφυές και στην Ελλάδα, κν. μαγγαφάνα …   Dictionary of Greek

  • ερνιάρια — η γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη καρυοφυλλώδη, οικογένεια καρυοφυλλίδες …   Dictionary of Greek

  • ιξευτής — ο, θηλ. ιξεύτρια (Α ἰξευτής, δωρ. τ. ἰξευτάς, θηλ. ἰξεύτρια) [ιξεύω] αυτός που συλλαμβάνει πτηνά με ιξόβεργα αρχ. 1. ως επίθ. ιξευτικός* («σὺν ἰξευταῑς καλάμοις») 2. το θηλ. ἡ ἰξεύτρια α) επίθ. τής Τύχης β) γένος φυτών τής οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • κεράστιο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας καρυοφυλλίδες που περιλαμβάνει πολλά ποώδη φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cerastium < cerast (πρβλ. κεραστής «κερασφόρος») + κατάλ. ium] …   Dictionary of Greek

  • λυχνίς — η (Α λυχνίς, ίδος) ποώδες φυτό τής οικογένειας καρυοφυλλίδες, μονοετές ή πολυετές, με φύλλα αντίθετα, απλά ή ακέραια, το οποίο καλλιεργείται συνήθως ως διακοσμητικό αρχ. 1. πολύτιμος και λαμπερός λίθος, πιθ. το ρουμπίνι 2. φρ. «λυχνὶς ἡ ἀγρία» α) …   Dictionary of Greek

  • μινουαρτία — η βοτ. κοσμοπολιτικό γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας καρυοφυλλίδες …   Dictionary of Greek

  • μοιριγγία — και μεριγγία, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας καρυοφυλλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. moehringia από το επώνυμο τού Γερμανού βοτανολόγου P. H. G. Μoehring] …   Dictionary of Greek

  • παρωνυχία — (Ιατρ.). Οξεία φλεγμονή στο δάχτυλο, κοντά στο νύχι. Σχεδόν πάντα οφείλεται σε σταφυλόκοκκο ή στρεπτόκοκκο, που εισχωρεί στους ιστούς από ασήμαντες πληγές, νύγματα κ.ά. Η φλεγμονή μπορεί να είναι επιφανειακή, υποδόρια ή βαθιά. Επιφανειακή είναι η …   Dictionary of Greek

  • σαγίνη — και σαγίνα, η, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών φυτών, που ανήκει στην οικογένεια καρυοφυλλίδες τής τάξης καρυοφυλλώδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sagina < λατ. sagina «σίτιση», λόγω τού ότι το φυτό αυτό θεωρείται ότι έχει θρεπτική αξία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”